μεγιστοπάτωρ

μεγιστοπάτωρ
μεγιστο-πάτωρ [], ορος,
A greatest of fathers, of Zeus, Id.5.199.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγιστοπάτωρ — μεγιστοπάτωρ, ορος, ὁ (Α), (προσωνυμία τού Διός) ο μέγιστος πατέρας («μεγιστοπάτωρ Ζεύς», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πάτωρ (< πατήρ) …   Dictionary of Greek

  • μεγιστοπάτωρ — greatest of fathers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”